- τριώδελον
- τριώδελον, τό, [dialect] Dor. for τριώβολον, GDI4957a3, al. ([place name] Crete);A = τριῶν ἡμιμναίων σταθμός, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριώδελον — three obol piece neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριώδελον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. τριώβολο … Dictionary of Greek
τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… … Dictionary of Greek